- λυσιχίτων
- λυσιχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Α)αυτός που φορεί λυτό χιτώνα, δηλ. χωρίς ζώνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι-* + -χίτων (< χιτών), πρβλ. φαιο-χίτων, χαλκο-χίτων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λυσιχίτων — with loose tunic masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυσι- — (AM λυσι ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο p. λύω (πιθ. με επίδραση τού τ. λυσανίας*) σχηματίζοντας σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος. Στα σύνθ. αυτά το α συνθετικό λυσι εμφανίζεται με τις σημασίες τής εξασθένησης, χαλάρωσης (πρβλ … Dictionary of Greek
χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… … Dictionary of Greek